καλημερίζω

καλημερίζω
[калимэризо] р. здороваться.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλημερίζω" в других словарях:

  • καλημερίζω — καλημερίζω, καλημέρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλημερίζω — (Μ καλημερίζω) [καλημέρα] λέγω σε κάποιον το πρωί «καλημέρα», τόν χαιρετίζω ευχόμενος «καλημέρα», τόν καληνωρίζω …   Dictionary of Greek

  • καλημερίζω — καλημέρισα, καλημερίστηκα, καλημερισμένος, λέω σε κάποιον καλημέρα: Έφυγε γρήγορα, χωρίς να με καλημερίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλημέρισμα — το [καλημερίζω] το να χαιρετίζει κάποιος το πρωί με την ευχή «καλημέρα», πρωινός χαιρετισμός, το καληνώρισμα …   Dictionary of Greek

  • καλημερώ — και καλημεράω [καλημέρα] λαϊκ. τ. αντί καλημερίζω* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»